Ελληνίδα τραγουδίστρια, μία από τις σημαντικότερες φωνές του λαϊκού τραγουδιού.
Η Πολυτίμη Κολιοπάνου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 28 Οκτωβρίου 1940, αλλά μεγάλωσε στην Πάτρα. «Νονός» του καλλιτεχνικού της ονόματος ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο άνθρωπος που την ανακάλυψε στην Πάτρα και έμελλε να της αλλάξει τη ζωή.
Η σχέση της με το λαϊκό τραγούδι ξεκινά από τα μικράτα της. Μαθήτρια του δημοτικού ακόμη, κάνει σκασιαρχείο από το σχολείο και πηγαίνει στα Ψηλαλώνια της Πάτρας, για να ακούσει τα καινούργια τραγούδια της εποχής. Δεκάχρονη παιδούλα εντυπωσιάζει με τις φωνητικές της ικανότητες, όταν στο μαγαζί όπου εμφανιζόταν ο Σταύρος Τζουανάκος, ανεβαίνει στο πάλκο και τραγουδά τη Συλβάνα του Μανώλη Χιώτη. Αργότερα, κρυφά από τους γονείς της, συμμετέχει σ’ ένα διαγωνισμό ταλέντων της πόλης, στον οποίο τραγουδά τη Μητέρα του Φώτη Πολυμέρη και διακρίνεται ανάμεσα σε 260 παιδιά, παίρνοντας το πρώτο βραβείο. Οι εφημερίδες τότε γράφουν για τη «μικρή Πατρινοπούλα, το παιδί θαύμα που πήρε το πρώτο βραβείο».
Ένα χρόνο μετά από το διαγωνισμό, βρίσκεται στην Πάτρα για εμφανίσεις ο νεαρός τότε και ταλαντούχος Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Έψαχνε εναγωνίως για νέα τραγουδίστρια, αφού η τραγουδίστρια του συγκροτήματός του, τους είχε εγκαταλείψει. Τότε, τυχαία σ’ ένα κουρείο της γειτονιάς της, έμαθε για τη μικρή Πολυτίμη με το «χρυσό λαρύγγι», όπως την αποκαλούσε και ο ίδιος αργότερα. Τη βρήκε, την άκουσε να τραγουδά τα «βαριά» του Τζουανάκου και τα «ελαφρά» του Πολυμέρη και αμέσως της ζήτησε να τον ακολουθήσει.
Ταξίδεψαν μαζί στη Πάτρα, στο Αγρίνιο και μετά στην Αθήνα, στα δισκογραφικά στούντιο της Κολούμπια, πάντα με τη συνοδεία της μητέρας της και παρά την αντίθετη γνώμη του πατέρα της. Οι άνθρωποι της δισκογραφικής εταιρείας εντυπωσιάστηκαν από τη σπάνια φωνή της κι ένας από τους παραγωγούς αναφώνησε: «Γρηγόρη μου, μού ‘φερες μια Βέμπο του λαϊκού τραγουδιού!».
Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε, το έγραψε ο Μπιθικώτσης και είχε τίτλο Πήρα τη στράτα την κακιά (1952). Ακολούθησε το Να πας να πεις της μάνας μου (1956) του Γιώργου Ζαμπέτα. Η σημαντική αυτή ερμηνεύτρια τραγούδησε πολλά από τα καινούργια τραγούδια όλων των κορυφαίων λαϊκών συνθετών της δεκαετίας του ’50. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Θόδωρος Δερβενιώτης και ο Μπάμπης Μπακάλης θα της γράψουν τα καινούργια τραγούδια, με τα οποία θα αναδειχτεί στη δισκογραφία και στο πάλκο.
Πολλά απ’ αυτά θ’ αντέξουν να τραγουδιούνται μέχρι και σήμερα, όπως τα Μες στην πολλή σκοτούρα μου, Τα λιμάνια και Παίξε Χρήστο το μπουζούκι του Βασίλη Τσιτσάνη, Φέρτε μια κούπα με κρασί, Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, Άσε πρώτα να ξεχάσω και Τα αδέλφια δε χωρίζουνε του Απόστολου Καλδάρα, Σβήσε το φως να κοιμηθούμε του Γιάννη Παπαϊωάννου, Πάρε το δαχτυλίδι μου και Καυγαδάκι του Γιώργου Μητσάκη, Άλλα μου λεν τα μάτια σου και Ένα σφάλμα έκανα του Θόδωρου Δερβενιώτη, Εσένα δε σου άξιζε αγάπη του Γιάννη Καραμπεσίνη.
Η Πόλυ Πάνου ήταν η πρώτη που τραγούδησε τα Παιδιά του Πειραιά, που αργότερα έγινε μεγάλη επιτυχία και ήταν ο ίδιος ο Χατζιδάκις που την κάλεσε στο τηλέφωνο και της είπε: «Έχω, Πόλυ, γραμμένο ένα τραγούδι για σένα». Από το 1966 έως το 1972 ασχολήθηκε και επιχειρηματικά με τη δισκογραφία, δημιουργώντας με τον Πάνο Γαβαλά την εταιρεία Βεντέτα.
Η Πόλυ Πάνου έφυγε από τη ζωή στις 27 Σεπτεμβρίου 2013, σε ηλικία 72 ετών. Το τελευταίο διάστημα της ζωής της αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, λόγω της χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας από την οποία έπασχε και νοσηλευόταν σε νοσοκομείο της Αθήνας.